- καταθνητός
- κατα-θνητός: mortal.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
καταθνητός — καταθνητός, ή, όν (Α) [καταθνήσκω] θνητός … Dictionary of Greek
καταθνητός — mortal masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθνητῶν — καταθνητός mortal fem gen pl καταθνητός mortal masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθνητοῖς — καταθνητός mortal masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθνητοῖσι — καταθνητός mortal masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθνητοῖσιν — καταθνητός mortal masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθνητούς — καταθνητός mortal masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθνητῇσι — καταθνητός mortal fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθνητή — καταθνητός mortal fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθνητῷ — καταθνητός mortal masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)